- ναυλομεσίτης
- οαυτός που μεσολαβεί για τη ναύλωση πλοίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναυλομεσίτης — ο, θηλ. ναυλομεσίτρια, η ναυτ. μεσίτης που μεσολαβεί έναντι αμοιβής ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και στον ναυλωτή για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ναυλομεσιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναυλομεσίτη («ναυλομεσιτικό γραφείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναυλομεσιτικά η αμοιβή τού ναυλομεσίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλομεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek